- αδενίτις
- (-ιδος) η мед. аденит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδρωταδενίτιδα — η επιφανειακό απόστημα που αναπτύσσεται σε έναν αποκρινή ιδρωτοποιό αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hidradenitis < hidr (πρβλ. ιδρώς, ώτος) + adenitis (πρβλ. αδενίτις, ίτιδα)] … Dictionary of Greek
σιαλαδενίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τών σιαλογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sialoadenitis < σίαλον «σάλιο» + αδενῖτις] … Dictionary of Greek